- αίθυια
- η (Α αἴθυια)αρχ.1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης2. επωνυμία τής Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων3. το πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθωη ονομασία τού πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αἰθυίᾳ — Αἰθυίᾱͅ , Αἴθυια shearwater fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυίᾳ — αἰθυίᾱͅ , αἴθυια shearwater fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴθυια — shearwater fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθυια — shearwater fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθυίας — Αἰθυίᾱς , Αἴθυια shearwater fem acc pl Αἰθυίᾱς , Αἴθυια shearwater fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυίας — αἰθυίᾱς , αἴθυια shearwater fem acc pl αἰθυίᾱς , αἴθυια shearwater fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθυιῶν — Αἴθυια shearwater fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυιῶν — αἴθυια shearwater fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθυίαις — Αἴθυια shearwater fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυίαις — αἴθυια shearwater fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)